29.7 C
Nicosia
Sunday, April 28, 2024

Συνεργατισμός, το τελευταίο… κάστρο – Αδύνατο το ενδεχόμενο απόδοσης ευθυνών για την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος το 2013

Must read

Συνεργατισμός, το τελευταίο… κάστρο – Αδύνατο το ενδεχόμενο απόδοσης ευθυνών για την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος το 2013

Μετά και την πρόσφατη απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας για την υπόθεση της ΣΠΕ Στροβόλου, πλέον φαντάζει αδύνατο το ενδεχόμενο απόδοσης ευθυνών για την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος το 2013.

Η κυπριακή κοινωνία βίωσε πρωτόγνωρες συνθήκες πριν από μια οκταετία, κάποιοι είδαν το βιός τους να χάνεται από ενέργειες των προηγούμενων ετών, ωστόσο, απονομή δικαιοσύνης δεν υπήρξε. Στις πλείστες περιπτώσεις οι καταδίκες δεν ήταν ανάλογες των αδικημάτων και δεν πρόσφεραν λύτρωση, ενώ οι αθωώσεις επειδή -σύμφωνα με τα αρμόδια δικαστικά σώματα- δεν αποδείχθηκε ενοχή «πέραν πάσης αμφιβολίας», τροφοδοτούσαν τη δυσπιστία απέναντι στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης.

Η κλειστή περίοδος…

Για να πούμε, βέβαια, ότι τα εγκλήματα που προηγήθηκαν του 2013 θα μείνουν οριστικά ατιμώρητα, απομένει να τελεσιδικήσει ακόμη μια υπόθεση, για την οποία θα σημειωθούν εξελίξεις εντός του προσεχούς Ιανουαρίου.

Έχει να κάνει με τις περιβόητες εκροές καταθέσεων στην «κλειστή περίοδο». Πρόκειται για τη χρονική περίοδο από τις 16.3.13 μέχρι τις 28.3.13, κατά την οποία οι τράπεζες ανέστειλαν τις εργασίες τους, και ειδικότερα τα συστήματα πληρωμών και συναλλαγών, κατόπιν οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου.

Παρ’ όλα αυτά, στο συγκεκριμένο διάστημα καταθέτες κατάφεραν ως διά μαγείας να αποσύρουν κεφάλαια και να αποτελειώσουν το τραπεζικό μας σύστημα. Οι δικαιούχοι των κεφαλαίων, χάρη στο… κυπριακό τραπεζικό σύστημα πέτυχαν σ΄ αυτή την περίοδο, είτε να μεταφέρουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό, είτε να αποπληρώσουν δάνεια, καθώς αρκετοί προ του φάσματος του κουρέματος προτίμησαν να εξοφλήσουν οφειλές. Είναι ενδεικτικό της κατάστασης ότι στο πρώτο μισό του Μαρτίου του 2013 πριν το διάταγμα της ΚΤΚ για «πάγωμα» των συναλλαγών, είχαν φύγει περίπου €3,5 δισ. μόνο από τη Λαϊκή και την Τράπεζα Κύπρου. Βέβαια, κανείς τότε δεν περίμενε ότι κάποιοι «προνομιούχοι» θα κατάφερναν να βγάλουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό όταν επιβλήθηκε πάγωμα συναλλαγών…

Διάταγμα αποκάλυψης

Ανακριτές της Αστυνομίας που ήταν επιφορτισμένοι με το καθήκον της διερεύνησης του ζητήματος για τα εκροές καταθέσεων της κλειστής περιόδου, στο πλαίσιο του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, εξασφάλισαν στις 6 Νοεμβρίου του 2020 διάταγμα αποκάλυψης στοιχείων από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

Το εγκριθέν αίτημα της Αστυνομίας έγινε από μέλος του Γραφείου Διερεύνησης Θεμάτων Οικονομίας και ΣΠΕ του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας και στη βάση του 30 συνολικά εμπορικές τράπεζες και οργανισμοί θα έπρεπε να αποκαλύψουν στοιχεία που θα έριχναν άπλετο φως στην επίμαχη περίοδο.

Πέτυχαν… εν μέρει

Ακολούθησαν αιτήσεις για έκδοση ακυρωτικού διατάγματος (Certiorari) από αριθμό τραπεζικών οργανισμών στο Ανώτατο. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι τράπεζες πέτυχαν την ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης στοιχείων. Είναι ενδεικτικό ότι στην περίπτωση της Τράπεζας Κύπρου, το Ανώτατο έκρινε πως δεν υπήρχε εύλογη υποψία για διάπραξη αδικημάτων…

Ο Παρπαρίνος

Αντίθετα, υπήρξε η περίπτωση του δικαστή του Ανωτάτου, Λ. Παρπαρίνου, ο οποίος δικαίωσε το πρωτόδικο δικαστήριο για την απόφασή του να εγκρίνει το διάταγμα. Στη βάση της πιο πάνω ετυμηγορίας του Λ. Παρπαρίνου, ακολούθησαν οι αναμενόμενες αντιδράσεις. Από την πλευρά της η Νομική Υπηρεσία άσκησε έφεση για την έκδοση ακυρωτικών διαταγμάτων υπέρ των τραπεζών. Την ίδια στιγμή, οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί προσέφυγαν στο δευτεροβάθμιο δικαστικό σώμα για να ανατρέψουν την απόφαση του κ. Παρπαρίνου. Όλες οι υποθέσεις είναι ορισμένες για τον προσεχή Ιανουάριο, και όπως γίνεται αντιληπτό παρουσιάζουν ενδιαφέρον.

Η χειραγώγηση αγοράς από τον Ανδρέα Ηλιάδη για την οποία καταδικάστηκε και μετέπειτα αθωώθηκε

Ψευδόταν δημοσίως ο διευθύνων σύμβουλος

Η δικαστική προϊστορία σε σχέση με τα εγκλήματα που έγιναν από πρόσωπα αναμεμειγμένα με το κυπριακό τραπεζικό σύστημα δείχνει πως πολύ δύσκολα μπορεί κάποιο πρόσωπο να καταδικαστεί.

Απόλυτα χαρακτηριστική της πιο πάνω αναφοράς είναι η περίπτωση του πρώην διευθύνοντος συμβούλου της Τράπεζας Κύπρου, Ανδρέα Ηλιάδη.

Ο κ. Ηλιάδης είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 2,5 χρόνων από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας για χειραγώγηση της αγοράς τον Ιανουάριο του 2018. Για την ίδια υπόθεση είχε επιβληθεί πρόστιμο 120.000 ευρώ στην Τράπεζα Κύπρου.

Ο πρώην αξιωματούχος είχε κριθεί πως ήταν ένοχος (14/12/2017) στην κατηγορία 4 που αφορούσε τη χειραγώγηση της αγοράς μεταξύ 19/6/2012 και 26/6/12 στη Λευκωσία.

Στις 19 Ιουνίου του 2012, στη γενική συνέλευση της Τράπεζας Κύπρου δήλωσε ότι το κεφαλαιουχικό έλλειμμα του οργανισμού ήταν €200 εκατομμύρια. Την επόμενη μέρα, με επιστολή στον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας… διπλασίασε το ποσό, αφού δήλωνε γραπτώς ότι το έλλειμμα ήταν €400 εκατομμύρια.

Οι οργισμένοι μέτοχοι

Οκτώ μήνες αργότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο (12/09/2018) αποφάσιζε να αθωώσει τον Ηλιάδη. Η ετυμηγορία είχε ληφθεί κατά πλειοψηφία των δικαστών Μύρωνα Νικολάτου και Τεύκρου Οικονόμου (διαφώνησε η δικαστής Τάσια Ψαρά-Μιλτιάδου).

Το Ανώτατο σημείωνε στην απόφαση πως ήταν φανερό από τις περιστάσεις ότι δεν επρόκειτο για μεθόδευση στο πλαίσιο χειραγώγησης της αγοράς, «αλλά για προσπάθεια, κατά την ώρα εκείνη, του εφεσείοντα (Ανδρέα Ηλιάδη) να αποφύγει την πίεση της συγκεκριμένης περίστασης, να αντιμετωπίσει τους οργισμένους μετόχους και τις επίμονες ερωτήσεις τους».

«Όπως το έθεσε το Κακουργιοδικείο, ‘δεν ήθελε εκείνη τη χρονική στιγμή’ να δώσει την αληθή εικόνα», συνεχίζει η απόφαση.

Τούτο όμως, σημειώνεται, «δεν αποτελεί, από μόνο του, ποινικό αδίκημα και, μάλιστα, κακούργημα». «Άλλωστε, ακόμα και αν είχε σκοπό να αποφύγει τις ‘κινήσεις τους στην αγορά’, όρος που ούτως ή άλλως είναι ανεπίτρεπτα ευρύς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ποινική ευθύνη, τούτο δεν ισοδυναμεί υπό τις περιστάσεις με στόχευση για στρέβλωση των τιμών και χειραγώγηση της αγοράς», προστίθετο.

Δεν είχε εγερθεί

Πάντως, νομικοί κύκλοι εξέφραζαν έκπληξη για την αθωωτική απόφαση. Είχε σχολιαστεί πως στην έφεση δεν είχε εγερθεί από τη νομική πλευρά του Ηλιάδη ο λόγος που τελικά οδήγησε το Ανώτατο στον παραμερισμό της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου…

Άλλες υποθέσεις

Ασφαλώς, ούτε οι υπόλοιπες υποθέσεις σε σχέση με το τραπεζικό σύστημα είχαν πανομοιότυπη κατάληξη:

•  Στις 18/12/2017 απαλλάχθηκαν οποιωνδήποτε ευθυνών οι κατηγορούμενοι στη δεύτερη ποινική υπόθεση κατά της Τράπεζας Κύπρου. Πέραν από τον οργανισμό ως νομική οντότητα, το κατηγορητήριο περιλάμβανε τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Ανδρέα Ηλιάδη, Αντρέα Αρτέμη, Γεώργιο Γεωργιάδη, Κώστα Σεβέρη, Γιάννη Κυπρή και Κώστα Χατζήπαπα. Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας αποφάσισε, έχοντας ακούσει τις εισηγήσεις της κατηγορούσας αρχής και των συνηγόρων υπεράσπισης, όπως συμμορφωθεί με το διάταγμα certiorari, το οποίο εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στις 6 Δεκεμβρίου. Με την απόφαση αυτή του δικαστή του Ανωτάτου Γιασεμή Γιασεμή ακυρώνεται προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, ημερομηνίας 7 Απριλίου 2017, για την υπόθεση και γίνεται αποδεκτή η θέση των κατηγορουμένων που καταχώρισαν την αίτηση ότι στην εν λόγω απόφαση του Κακουργοδικείου «υπάρχουν πρόδηλα και πασιφανή νομικά σφάλματα, τα οποία εμφαίνονται στο σώμα της, ώστε να δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος certiorari για την ακύρωσή της».

•  Στις 2/11/2018 το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας επέβαλε χρηματική ποινή στα τέσσερα φυσικά πρόσωπα που καταδικάσθηκαν στην υπόθεση της πρώην Λαϊκής Τράπεζας. Ο Ευθύμιος Μπουλούτας, τότε διευθύνοντας σύμβουλος του Ομίλου της Λαϊκής, τιμωρήθηκε με χρηματική ποινή ύψους 150 χιλιάδων ευρώ, ενώ πρόστιμο 120.000 ευρώ επιβλήθηκε στους, τότε, αναπληρωτή διευθύνοντα σύμβουλο Παναγιώτη Κουννή, τον μη εκτελεστικό αντιπρόεδρο Νεοκλή Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου Μάρκο Φόρο.

•  14/12/2018: Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας απάλλαξε τους Ανδρέα Ηλιάδη και Γιάννη Κυπρή απ’ όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν (τρίτη υπόθεση της Τράπεζας Κύπρου) για επαναταξινόμηση των ομολόγων της τράπεζας. Το τριμελές σώμα σημείωνε μεταξύ άλλων στην απόφασή του: «Εκείνο το οποίο δεν κατανοούμε είναι, γιατί, αφού ο κοινός παρονομαστής ήταν εξαρχής γνωστός, καταχωρίσθηκε εσπευσμένα η πρώτη υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων χωρίς να ολοκληρωθούν οι αστυνομικές εξετάσεις; Το προαναφερθέν ερώτημα γίνεται πολύ πιο βασανιστικό μετά την καταχώριση και της δεύτερης υπόθεσης. Δεν βρίσκουμε να υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την καταχώριση δεύτερης υπόθεσης, πόσω μάλλον τρίτης, 2 και πλέον χρόνια μετά την καταχώριση της πρώτης και 7 χρόνια μετά τα όσα τους καταλογίζονται στο κατηγορητήριο. Το ότι η υπόθεση ήταν πολύπλοκη και έχρηζε διεξοδικής διερεύνησης, δεν αποτελεί δικαιολογία. Όπως δεν αποτελεί δικαιολογία το ότι η Αστυνομία ασχολείτο με πολλές υποθέσεις της οικονομίας».

•  Να σημειωθεί ότι ουδέποτε υπήρξε επαρκής διερεύνηση για τα αίτια της κατάρρευσης της Λαϊκής. Παρ΄ όλο που έγιναν εγκλήματα στον εν λόγω τραπεζικό οργανισμό, εντούτοις καμία επιτροπή δεν άγγιξε το όλο θέμα. Θυμίζουμε πως πρόσφατα οι εισαγγελικές αρχές της Ρωσίας έθεσαν υπό το μικροσκόπιό τους την αγορά των μετοχών της Rosprombank από τη Λαϊκή, με τις πληροφορίες να αναφέρουν ότι η δοσοληψία ήταν εικονική και είχε ως απώτερο στόχο να καρπωθούν χρήματα της κυπριακής τράπεζας συγκεκριμένοι αξιωματούχοι.

Η απόφαση στο αίτημα της Τρ. Κύπρου να ακυρωθεί το διάταγμα

Το Ανώτατο ακύρωσε διάταγμα αποκάλυψης στοιχείων του 2020 που είχε εκδοθεί εναντίον της Τράπεζας Κύπρου για την κλειστή περίοδο του 2013, βρίσκοντας ότι η νομική βάση του διατάγματος ώστε να κριθεί διάπραξη αδικήματος ήταν ανεπαρκής.

Συγκεκριμένα, όπως παρατίθεται στην απόφαση του Ανωτάτου που εκδόθηκε στις 4 Ιουνίου, 2021, στις 2.12.2020 εδόθη άδεια στους αιτητές για καταχώριση της παρούσας αίτησης με αιτούμενη θεραπεία την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari προς ακύρωση του Διατάγματος Αποκάλυψης ημερ. 6.11.2020 που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της αίτησης 379/20.

Διατάχθηκε επίσης η αναστολή της ισχύος του επίδικου διατάγματος.

«Να σημειωθεί ότι, ομού με την παρούσα καταχωρίσθηκε αριθμός αιτήσεων με τον ίδιο σκοπό που αφορούσε μεν το ίδιο διάταγμα, αλλά άλλους αιτητές, έτερα τραπεζικά ιδρύματα», αναφέρεται.

«Έχοντας υπόψη το σύνολο της δοθείσας στην αίτηση μαρτυρίας, τα αδικήματα προσδιορίζονται κατά το χρονικό διάστημα που ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας επέβαλε προσωρινή αναστολή των τραπεζικών εργασιών ενόψει της απόφασης του Eurogroup ημερ.15.3.32013 που οδήγησε σε «bail in» στις τραπεζικές καταθέσεις. Συγκεκριμένα, στις 16.3.2013 ο διοικητής αποφάσισε, μεταξύ άλλων, την προσωρινή αναστολή των συστημάτων πληρωμών και συναλλαγών που διατηρούσαν τα τραπεζικά ιδρύματα», αναφέρεται.

Η εν λόγω απόφαση, προστίθεται, κοινοποιήθηκε την ίδια μέρα στις τράπεζες με επιστολή του διοικητή. Ο διοικητής κάλεσε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε «πιστή εφαρμογή και συμμόρφωση» με τις κοινοποιηθείσες οδηγίες, με σκοπό την «προστασία του δημοσίου συμφέροντος για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος».

Η χρονική περίοδος (στο εξής καλούμενη ως «κλειστή περίοδος») κατά την οποία οι τράπεζες ανέστειλαν τις εργασίες τους, και ειδικότερα τα συστήματα πληρωμών και συναλλαγών, διήρκησε από τις 16.3.13 μέχρι την 28.3.13, ημερομηνία κατά την οποία πλέον ανακλήθηκαν οι σχετικές αποφάσεις/οδηγίες.

Σημειώνεται, επίσης, ότι με επιστολή του διοικητή ημερομηνίας 19.3.13, οι τράπεζες μπορούσαν να εξασφαλίσουν προηγούμενη έγκριση από την Κεντρική Τράπεζα για επιλεκτικές, κατ’ εξαίρεση, πληρωμές υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, κριτήρια και περιπτώσεις.

Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, συνεχίζει η απόφαση, «υπήρξε μείωση καταθέσεων και διαπιστώθηκαν εκροές κεφαλαίων, μεταξύ 8.3.2013 και 15.3.2013. Θεωρήθηκε ότι οι συναλλαγές έγιναν μετά τις 15.3.2013, αλλά έφεραν προηγούμενη της 15.3.2013 ημερομηνία, σε μια προσπάθεια των τραπεζών να μεταφέρουν κεφάλαια εκτός Κύπρου, κατά παράβαση της Απόφασης ημερ. 16.3.2013 και των Οδηγιών της Κεντρικής, γνωστές ως «backdated» συναλλαγές με ημερομηνία προηγούμενη της 15.3.2013».

Από την άλλη, αναφέρεται, στον ίδιο όρκο γίνεται ευρεία αναφορά στην προηγηθείσα περίοδο και στην υπολανθάνουσα αντίληψη ότι υπήρχε πραγματικό πρόβλημα της οικονομίας και ότι θα επακολουθούσε κούρεμα καταθέσεων. Μάλιστα γίνεται αναφορά σε σχετικό άρθρο των Financial Times που δημοσιεύτηκε στις 10.2.2013 και ότι από τότε παρουσιάστηκαν τεράστιες εκροές κεφαλαίων, σύμφωνα με τον τέως διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.

«Kαθίσταται σαφές από τα πιο πάνω, ότι η επίδικη και δεσπόζουσα απόφαση, είναι αυτή του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ημερ. 16.3.2013. Συνεπακόλουθα, τίθεται το ερώτημα, του τι συνιστά νομικά η απόφαση αυτή, η κοινοποίηση αυτής, και σε τελευταία ανάλυση, το κατά πόσον η κατ’ ισχυρισμόν παράβαση της, συνιστά ποινικό αδίκημα», σημειώνεται.

Σε άλλο σημείο της απόφασης, το Ανώτατο εντοπίζει ότι «παρά την πληθώρα αναφερόμενων νόμων στην αίτηση της Αστυνομίας, προκύπτει ότι μόνο η ενδεχόμενη παράβαση της επιστολής – τεκμ.3 δυνατόν να οδηγεί σε «διερευνόμενο αδίκημα», νοουμένου πάντα, ότι πρόκειται για ποινικό αδίκημα».

Είναι σαφές από τα ίδια τα άρθρα που αναφέρονται στην ίδια την επιστολή του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας πως είναι στις πρόνοιες (και στις συνέπειες παράβασης) του συγκεκριμένου νόμου που θα πρέπει να επικεντρωθούμε, ώστε να διαπιστώσουμε εάν δημιουργείται ποινικό αδίκημα, αναφέρεται.

«Θα ήταν αντίθετο με οποιανδήποτε έννοια δικαίου να αναζητηθούν ποινικές κυρώσεις σ΄ άλλους νόμους που δεν αποτέλεσαν το βάθρο εξουσίας του διοικητή, όταν επικαλείτο συγκεκριμένο νόμο και παράβαση εξ αυτού. Δεν θα έπρεπε ο αποδέκτης της επιστολής να υποστεί ενδεχόμενες κυρώσεις πέραν από τον νόμο για τον οποίο γίνεται επίκληση», προστίθεται.

Συνεπώς, εντοπίζει το Ανώτατο, «με βάση τον περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο και το άρθ.48(3) που επικαλείται ο διοικητής στην επιστολή, μόνο για διοικητικές κυρώσεις μπορούμε να ομιλούμε [άρθρ.48(4)] και δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί ποινική ευθύνη, σε συνδυασμούς άρθρων και νομοθεσιών, ως η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση, που ουδέποτε αποτέλεσαν βάση της επιστολής του διοικητή και της συναφούς του εξουσίας».

«Με όλο τον σεβασμό, σίγουρα αυτό δεν απασχόλησε το κατώτερο δικαστήριο, αλλά ούτε και την Αστυνομία στον επίδικο όρκο», σημειώνεται.

«Επιπρόσθετα, το άρθρο 65 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, ομιλεί ευθέως για παράβαση των προνοιών του νόμου (όχι επιστολών) για να υπάρξει ποινική κύρωση. Με τον προσήκοντα σεβασμό, άλλη θεώρηση θα έθετε εν κινδύνω το αξίωμα “nulle poena sine lege”, αφού άλλως πως η “επιστολή” θα μπορούσε να δημιουργεί κίνδυνο ποινικών κυρώσεων», προστίθεται.

Περαιτέρω, αναφέρεται, «ενώ συμφωνώ με τους καθ΄ων η αίτηση ότι η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δεν αποτελεί άμεσο προαπαιτούμενο της ισχύος της απόφασης, όμως αυτό θα πρέπει να γίνει το συντομότερο δυνατόν μετά την αποστολή της επιστολής. Η ανενέργεια της απόφασης που περιλαμβάνει η επιστολή είναι ορατό ως ενδεχόμενο, εάν τελικά δεν δημοσιευθεί ποτέ το περιεχόμενό της στην Επίσημη Εφημερίδα».

Ωστόσο, σημειώνεται, «το θέμα δεν έχει τελική σημασία εφόσον, εν προκειμένω η θεώρησή μου επί της ανεπάρκειας της νομικής βάσης του επίδικου διατάγματος, ώστε να κριθεί «διάπραξη αδικήματος» αναπόδραστα, οδηγεί στην επιτυχία της αίτησης επ΄αυτού του σημείου».

«Το κατώτερο δικαστήριο, χωρίς τον προσδιορισμό αδικήματος, ως άνω, υπερέβη την εξουσία του, εκδίδοντας το ρηθέν διάταγμα», αποφαίνεται το Ανώτατο στην απόφασή του.

Την ίδια κατάληξη είχε και παρόμοια αίτηση της Jordan Kuwait PLC για το ίδιο διάταγμα που εκδικάστηκε την ίδια ημερομηνία.

Πηγή: ΚΥΠΕ

Χάθηκε μηδενικό, «μαγειρεύτηκαν» έγγραφα

Η απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Αλ. Παναγιώτου, Π.Ε.Δ, Γ. Κυριακίδου, Π.Ε.Δ και Φ. Καπετάνιου, Α.Ε.Δ) για την υπόθεση της ΣΠΕ Στροβόλου στις 16 Δεκεμβρίου προκάλεσε ερωτηματικά.

Αν και το τριμελές δικαστικό σώμα στην απόφασή του χαρακτήρισε ως πειστικούς τους πλείστους μάρτυρες κατηγορίας κι αναγνώρισε όλα τα κακά, στραβά κι ανάποδα στο εν λόγω συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, εντούτοις προβάλλοντας τη θέση ότι δεν αποδείχθηκαν οι κατηγορίες «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας», αθώωσε τους κατηγορούμενους.

Το δάνειο της Detiero

Τα ερωτηματικά πολλαπλασιάζονται αν ληφθούν υπ’ όψιν κάποια σημεία της απόφασης.

Είναι ενδεικτική περίπτωση παραχώρησης δανείου από τη ΣΠΕ Στροβόλου στην εταιρεία Detiero, συμφερόντων του τότε διευθυντή της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Ερωτόκριτου Χλωρακιώτη.

Στην εν λόγω εταιρεία παραχωρήθηκε δάνειο 2 εκατομμυρίων λιρών (2.000.000), αλλά το ποσό παρουσιάστηκε σε πρακτικά κατά ένα μηδενικό λιγότερο. Δηλαδή, έως 200 χιλιάδες λίρες (200.000). Η επιτροπεία της ΣΠΕ παρουσιαζόταν σε έγγραφα να παραχώρησε δάνειο £200.000, αλλά δόθηκαν στο τέλος £2.000.000.

Κι ασφαλώς τα… ευρήματα δεν είναι μόνο αυτά. Ο αριθμός του επίδικου δανείου ήταν λανθασμένος. Παρέπεμπε σε δάνειο άλλου προσώπου.

Επιπλέον, λειτουργός του Συνεργατισμού κλήθηκε το 2012 να κάνει αξιολογήσεις για το εν λόγω δάνειο που είχε γίνει το 2007 και να παρουσιάσει ψευδώς τις αξιολογήσεις ωσάν να έγιναν πριν από μια πενταετία.

Τα ευτράπελα δεν τελειώνουν εδώ, καθώς μέλος της Επιτροπείας της ΣΠΕ Στροβόλου κατέθεσε ενόρκως πως δεν θυμόταν ποτέ να τέθηκε υπό έγκριση σε συνεδρία η εν λόγω αίτηση δανείου…

Ενδεικτικό του γεγονότος ότι το Κακουργιοδικείο δεν ήταν διατεθειμένο να πειστεί εύκολα για τα υπό κρίση αδικήματα, ήταν ότι αποδέχθηκε μαρτυρία ότι το μηδενικό «χάθηκε» λόγω τυπογραφικού λάθους.

Η ουσία είναι ότι εταιρεία συμφερόντων του Χλωρακιώτη, ο οποίος -παρεμπιπτόντως- θα έπρεπε να διαφυλάττει ως κόρη οφθαλμού τον Συνεργατισμό, έλαβε δάνειο με συνοπτικές διαδικασίες για να κάνει επενδύσεις σε ακίνητα.

Οι κατηγορίες…

Το κατηγορητήριο περιλάμβανε (με την ακριβή σειρά) τους Δημήτρη Σταύρου, Ερωτόκριτο Χλωρακιώτη, Μαρία Χλωρακιώτου, Καρολίνα Αγγελοπούλου, Μαρία Χρυσάνθου, Κωνσταντίνο Λύρα, Γιώργο Μαυρέα, Detiero Enterprises Ltd, CHL Enterprises Ltd και Ktimatiki Kotrona Ltd. Τα προαναφερθέντα φυσικά και νομικά πρόσωπα ήταν αντιμέτωπα με συνολικά 48 αδικήματα που αφορούσαν συνωμοσία προς καταδολίευση, απόσπαση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, ψευδών λογαριασμών, αθέμιτης κτήσης περιουσίας, κατάχρησης εξουσίας, καθώς και αδικήματα συγκάλυψης. Τα πιο πάνω πρόσωπα είχαν κατηγορηθεί για τη σύναψη επτά δανείων από τη ΣΠΕ Στροβόλου και αφορούσαν τη χρονική περίοδο μεταξύ των ετών 1998 και 2007.

Source: politis.com.cy

- Advertisement -AliExpress WW

More articles

- Advertisement -AliExpress WW

Latest article